ξασπρίζω

ξασπρίζω
ξασπρίζω, ξάσπρισα, ξασπρισμένος βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξασπρίζω — 1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω 2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα 3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος») 4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω 5. (για στάχια) ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — ξάσπρισα, ξασπρισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω, ασπρίζω. 2. αποχρωματίζω κάτι, το κάνω να ξεθωριάσει, να ξασπρίσει. 3. αμτβ., γίνομαι λευκός, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω: Η τέντα ξάσπρισε απ τον ήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξάσπρισμα — το [ξασπρίζω] 1. άσπρισμα, λεύκανση 2. απώλεια τού χρώματος, ξεθώριασμα …   Dictionary of Greek

  • ξεθωριάζω — [ξέθωρος] 1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση τού χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο») …   Dictionary of Greek

  • υπολευκίζω — Α [ὑπόλευκος] είμαι ή γίνομαι υπόλευκος, ξασπρίζω …   Dictionary of Greek

  • ξάσπρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξασπρίζω, ξεθώριασμα, αποχρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβάφω — ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος 1. μτβ., αποχρωματίζω, βγάζω το χρώμα, ξεθωριάζω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες μας. 2. αμτβ., αποχρωματίζομαι, χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω: Αυτά τα χρώματα δεν ξεβάφουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθωριάζω — ξεθώριασα, ξεθωριασμένος 1. μτβ., αφαιρώ το χρώμα, ξεβάφω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξεθώριασε τα καλύμματα των καθισμάτων. 2. αμτβ., αποβάλλω, χάνω το χρώμα μου, ξεβάφομαι, αποχρωματίζομαι: Ξεθώριασαν τα ρούχα από την πολλή χρήση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”